top of page

| blog

Έρωτας και μεταβίβαση στο έργο του Λακάν

  • Εικόνα συγγραφέα: oposito
    oposito
  • 5 Ιουν
  • διαβάστηκε 20 λεπτά

Bruce Fink, ομιλία στο Eteron, 16/05/2025
Bruce Fink, ομιλία στο Eteron, 16/05/2025


Προσεγγίσεις του έρωτα στο ύστερο έργο του Λακάν

 

Στο βιβλίο «Λακάν για τον Έρωτα» (Φινκ, 2016) εξέτασα συνοπτικά τις απόψεις του Λακάν για τον έρωτα μετά τη δεκαετία του 1960 (βλ. Κεφάλαιο 6). Ωστόσο, ο Λακάν θίγει το ζήτημα του έρωτα σε πολλά και διαφορετικά σημεία και συγκείμενα, και τη δεκαετία του 1970. Όπως θα δούμε, επιχειρεί για αρκετό καιρό να προσεγγίσει τον αντίκτυπο που έχει το χιλιοειπωμένο επιχείρημά του ότι «δεν υπάρχει διάφυλη σχέση» στον έρωτα. Μήπως, αναρωτιέται, αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει έρωτας; Ή μήπως ο έρωτας, κατά κάποιον τρόπο, αναπληρώνει την απούσα διάφυλη σχέση; Ο Λακάν επεξεργάζεται το συγκεκριμένο ερώτημα επί χρόνια.

          Δεύτερον, εξακολουθεί να δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον για κάτι που τον απασχολεί ήδη από το 7ο Σεμινάριο «Η ηθική της ψυχανάλυσης»: για τη μυστικιστική παράδοση και συγκεκριμένα για τις πιθανές ομοιότητες και διαφορές ανάμεσα στη θεϊκή αγάπη ή αγάπη του θεού — που περιλαμβάνει την αγάπη του θεού για εμάς ή τη δική μας αγάπη για τον θεό και αποτελεί μια «εκστατική» μορφή έρωτα — και λοιπές μορφές έρωτα, είτε πρόκειται για έρωτα ανάμεσα σε ζευγάρια είτε για έρωτα μεταβίβασης.

          Δεν θα επιχειρήσω να εξαντλήσω τη συζήτηση στη σημερινή ομιλία — για ανάλυση σε ακόμα μεγαλύτερο βάθος, σας παραπέμπω στο εξαιρετικό βιβλίο του Ζαν Αλούς με τίτλο L’amour Lacan (2009), στο οποίο βασίζομαι σε μεγάλο βαθμό. Αναφέρεται ουσιαστικά σε όλες τις αναλύσεις του Λακάν περί έρωτα τη δεκαετία του 1970 και επιχειρεί να τις συναρμολογήσει σαν κομμάτια ενός παζλ, για να δημιουργήσει μια θεωρία περί έρωτα που απορρέει από το έργο του Λακάν και είναι ευρύτερη, τουλάχιστον από ορισμένες απόψεις, από την προγενέστερη θέση του: «Έρωτας είναι να δίνεις κάτι που δεν έχεις».

 

Ουδετερότητα εναντίον Αργής Καύσης

 

Σε αυτό το σημείο θα εστιάσω στον έρωτα όπως εκδηλώνεται στο ψυχαναλυτικό πεδίο, αρχικά ανατρέχοντας σε έναν «μύθο» που διατυπώνει ο Λακάν στο 8ο σεμινάριο αναφορικά με αυτό που αποκαλεί «θαύμα του έρωτα» (κεφάλαιο 3 του «Λακάν για τον Έρωτα»). Στο 8ο σεμινάριο κατασκευάζει έναν μύθο για τον τρόπο με τον οποίο γεννιέται ο έρωτας. Προτείνει ότι έρωτας προκύπτει όταν απλώνουμε το χέρι μας προς ένα αντικείμενο — αναφέρει ως παραδείγματα ένα λουλούδι, ένα φρούτο ή ένα κούτσουρο μέσα στη φωτιά — και ένα άλλο χέρι απλώνεται προς την πλευρά μας (σ. 51-52, 179). Το θαύμα είναι ότι ο έρωτάς μας βρίσκει ανταπόκριση, ότι ο ερώμενος απλώνει το χέρι του προς εμάς σχεδόν ταυτόχρονα. Ο Λακάν σχολιάζει ότι «παραμένει ανεξήγητο το γεγονός ότι οτιδήποτε ανταποκρίνεται [στον έρωτα]» (σ. 52), και γι’ αυτό χρειαζόμαστε έναν μύθο. Με άλλα λόγια, δεν μπορούμε να εξηγήσουμε πώς προκύπτει το θαύμα του έρωτα, πώς ο ερώμενος μετατρέπεται σε εραστή. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να δώσουμε μια εικόνα για αυτό.

          Στη συνέχεια του ίδιου σεμιναρίου, ο Λακάν υποδεικνύει ότι το χέρι που απλώνεται προς το κούτσουρο μέσα στη φωτιά πρέπει να το κάνει με τη δική του ζέστη ή θερμότητα, ώστε η φλόγα να ξεπηδήξει από το αντικείμενο, βάζοντας φωτιά στο αντικείμενο κατά την προσέγγισή του (σ. 388-89)[1]. Αυτή η θερμότητα ή η ζέστη είναι προφανώς η φλόγα της επιθυμίας: είναι η καθαρή επιθυμία.

          Αναφορικά με την ψυχαναλυτική κατάσταση, ο Λακάν προτείνει ότι ο αναλυτής, ο οποίος δεν είναι αδιάφορος για τον έρωτα μεταβίβασης του αναλυόμενου, δεν πρέπει να τυλιχθεί στις φλόγες όταν ο ψυχαναλυόμενος εκφράσει ή εκδηλώσει τον εν λόγω έρωτα. Ο αναλυτής διαθέτει διαύγεια σχετικά με τον έρωτα, συνειδητοποιώντας ότι περιλαμβάνει την προσπάθεια τα δύο να γίνουν ένα, να εξουδετερωθεί η διαφορά, κάτι που προφανώς είναι ανέφικτο. Αντί να τυλιχθεί στις φλόγες, ο αναλυτής πρέπει να βρει έναν τρόπο να σιγοκαίει — δηλαδή να καίει δίχως να πιάσει ποτέ φωτιά, σαν ένα νωπό κούτσουρο ή ένα κούτσουρο νοτισμένο από τη βροχή. Όπως λέει,

 

Γνωρίζουμε ότι οι φλόγες του έρωτα καίνε αδιόρατα. Γνωρίζουμε ότι ένα νωπό ξύλο μπορεί να σιγοκαίει από μέσα για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, χωρίς να φαίνεται τίποτα εξωτερικά (σ. 389)

 

Αν προσπαθήσατε κάποτε να βάλετε φωτιά σε ένα νωπό ξύλο, γνωρίζετε ότι κάνει ένα τσιτσίρισμα και σκάει, η υγρασία μετατρέπεται σε ατμό, βγαίνοντας από τον κορμό. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να αρπάξουν φωτιά τέτοια νωπά ξύλα. Απ’ όσο γνωρίζω, ο Λακάν δεν αναφέρει ρητά ότι ο αναλυτής πρέπει μονάχα να σιγοκαίει - πρόκειται για μια πιθανή προέκταση της σκέψης του. Ο Αλούς το στηρίζει αυτό στο σχόλιο που έκανε ο Λακάν το 1960 στις Βρυξέλλες, σχετικά με την επιθυμία το τελευταίο μέρος της ζωής του να «κατατρώγεται» στην ψυχαναλυτική καρέκλα και σε ένα άλλο σχόλιο που έκανε στην Ιταλία αναφορικά με την «ανάλωση» των τελευταίων ημερών της ζωής του. Αντίθετα από τη φλεγόμενη βάτο που καίγεται αλλά δεν αφανίζεται, ο ψυχαναλυτής πιθανότατα κατατρώγεται σιγά σιγά, εξαντλείται με την πάροδο του χρόνου.

          Ο Λακάν δεν αποδέχεται την έννοια της ψυχαναλυτικής «ουδετερότητας», όπως ήταν κατανοητή από τους συγχρόνους του. Μπορεί να υποστηριχθεί ότι ο Φρόιντ εισήγαγε την ιδέα ότι ένας ψυχαναλυτής πρέπει να εκδηλώνει ουδετερότητα απέναντι σε συγκεκριμένες αποφάσεις που λαμβάνει ο ασθενής, για παράδειγμα να παντρευτεί ή όχι ένα συγκεκριμένο άτομο. Ωστόσο, για πολλά χρόνια στο γραφείο του ο Φρόιντ δεν κατάφερνε να αποφύγει να συμβουλεύει τους ασθενείς του ποια άτομα να παντρευτούν. Γενικότερα, τα συμβούλευε για ένα μεγάλο εύρος θεμάτων και αποφάσεων που αφορούσαν τις ζωές τους και αργότερα το μετάνιωσε. Στην «Τεχνική της ψυχανάλυσης» (7ο σεμινάριο) συμβούλευσε όλους εμάς, τους κοινούς θνητούς, να μη μπλεκόμαστε στις υποθέσεις των ασθενών μας, υπό την έννοια του να μην τους προτείνουμε τι να κάνουν, και αντ’ αυτού απλώς να τους βοηθάμε να διατυπώνουν τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα, τις ασυνείδητες επιθυμίες και αναστολές που συνδέονται με λήψη τέτοιων αποφάσεων.

          Ωστόσο, η ψυχαναλυτική κοινότητα έχει υιοθετήσει κατά καιρούς την έννοια της ουδετερότητας ως γενική συν-αισθηματική στάση που πρέπει να υιοθετείται από τους αναλυτές: πρόκειται για στάση αδιαφορίας, αποστασιοποίησης, που εκδηλώνεται σχεδόν με ρομποτική αποστασιοποίηση ή ψυχρότητα (ο σχετικός όρος στην ελληνική φιλοσοφία είναι «αταραξία», απόλυτη πνευματική ηρεμία ή γαλήνη). Ο Φρόιντ είπε ότι η «συναισθηματική ψυχρότητα του αναλυτή» προσφέρει «στον ιατρό την επιθυμητή προστασία για τη δική του συναισθηματική ζωή» και αναφέρεται στην «ουδετερότητα απέναντι στον ασθενή, την οποία αποκτούμε διατηρώντας την αντι-μεταβίβαση υπό έλεγχο». Ο ίδιος ο Φρόιντ, πάντως, κάθε άλλο παρά αυτό έκανε στις ψυχαναλύσεις που διεξήγαγε. Γενικά, εμπλεκόταν υπερβολικά σε πολλές περιπτώσεις ασθενών του, και όχι μόνο στις ελκυστικές περιπτώσεις υστερικών με τις οποίες καταπιάστηκε, όπως προσπάθησα να καταδείξω στην «Κλινική εισαγωγή στον Φρόιντ».

          Κατά γενική ομολογία, και ο Λακάν δεν ήταν καθόλου αμέτοχος ή ψυχρά αδιάφορος απέναντι στους ασθενείς του. Στο θεωρητικό έργο του, ο Λακάν απάντησε στην αφελή και λανθασμένη αντίληψη της γαλλικής ψυχαναλυτικής βιβλιογραφίας της εποχής του περί «καλοπροαίρετης ουδετερότητας», που δεν εντοπίζεται πουθενά στο έργο του Φρόιντ, με τη δική του αντίληψη περί «επιθυμίας του αναλυτή». Η εν λόγω επιθυμία δεν είναι η προσωπική επιθυμία του αναλυτή ως ατόμου που φέρει τις δικές του ιδιορρυθμίες και χαρακτηριστικά, αλλά μια επιθυμία που συνδέεται συγκεκριμένα με το έργο της ανάλυσης και απορρέει από τη γοητεία που του ασκεί το ασυνείδητο. Πρόκειται για την επιθυμία των αναλυόμενων να έρθουν στις συνεδρίες τους, να μιλήσουν, να ονειρευτούν, να κάνουν συνδέσεις και ανάλυση — με άλλα λόγια, να κάνουν την εργασία της ψυχανάλυσης. Πρόκειται για ένα είδος επιθυμίας που μπορεί να εκφραστεί από τους αναλυτές, όπου δεν υπάρχει πλέον εγώ, όπως είπε σε πρώιμο στάδιο (1ο σεμινάριο), από αναλυτές που έχουν αποχωριστεί τους εαυτούς τους και μετέβησαν σε ένα είδους θρήνο για τους εαυτούς τους, αναλυτές που μπορούν να χαρακτηριστούν από ένα είδος αποποίησης του είναι, ή οι οποίοι, τουλάχιστον στο αναλυτικό πλαίσιο, δεν βάζουν μπροστά το είναι αλλά την έλλειψη του είναι τους, δεν βάζουν μπροστά τη δική τους προσωπικότητα, αλλά μια γενική επιθυμία να προχωρήσει το έργο της ανάλυσης.

          Οι αναλυτές δεν εκφράζουν αυτό το είδος επιθυμίας ως οι εαυτοί τους, αλλά επιτελώντας μια λειτουργία. Αν, όπως λέει ο Λακάν, ο έρωτας περιστρέφεται μόνο γύρω από το όνομα, οι αναλυτές δεν ονομάζουν τους εαυτούς τους, δεν λένε ποιοι και τι είναι. Αντίθετα, κατά τη διάρκεια της ανάλυσης οι αναλυτές παραμένουν όσο πιο αδιαπέραστοι γίνεται, δεν προσπαθούν να γίνουν ξεχωριστοί, αλλά να επιτελέσουν έναν γενικό ρόλο, ανώνυμο και απρόσωπο.

          Αυτό απέχει πολύ από την αδιαφορία, και εκπλήσσομαι όταν ασθενείς που χάνουν τις συνεδρίες τους ή αρχίζουν να μιλούν για παύση ή διακοπή της δουλειάς που κάνουμε περιμένουν ότι θα αποδεχτώ απλώς τη εγκατάλειψη της ανάλυσης χωρίς αντίρρηση, θεωρώντας ότι δε με νοιάζει καθόλου αν θα συνεχίσουν ή όχι! Αν και δεν είμαι αδιάφορος, δεν εμπλέκομαι προσωπικά σε μεγάλο βαθμό στο να κρατήσω τον αναλυόμενο κοντά μου — δηλαδή, δε δείχνω την προσωπική εμπλοκή που ακούω συχνά όταν επιβλέπω αναλυτές εκπαιδευμένους σε άλλες σχολές. Τέτοιοι αναλυτές συχνά αισθάνονται προσωπικά ενθουσιασμό όταν οι αναλυόμενοι έρχονται στην ανάλυση, ερωτεύονται και παραμένουν, και προσωπικά πληγωμένοι, παρατημένοι ή/και επικριμένοι, όταν οι αναλυόμενοι εγκαταλείπουν την ανάλυση. (Αυτό που προσπαθώ να κάνω όταν αναλυόμενοί μου αποχωρούν πρόωρα είναι να καταλάβω τι συνέβη, γιατί συνέβη ακριβώς εκείνη τη στιγμή, και να το κρατήσω κατά νου για τη μελλοντική μου δουλειά.)

          Αυτό που απαιτείται από την πλευρά του αναλυτή είναι να μη δείχνει ούτε αδιαφορία ούτε προσωπική εμπλοκή, ούτε πλήρη απάθεια ούτε ενθουσιασμό. Ο αναλυτής δεν πρέπει να ερωτευτεί τον αναλυόμενο, ακόμη και αν ο αναλυτής εκδηλώνει αγάπη ακούγοντας τους αναλυόμενους με τρόπο που τους ακούνε ή τους προσέχουν σπάνια, αν όχι για πρώτη φορά, και κρατώντας στη μνήμη του όσα λένε με μεγάλη λεπτομέρεια στο πέρασμα πολλών ετών. Αυτό που απαιτείται είναι ο αναλυτής να αγαπά το ασυνείδητο, όπως μας προτείνει ο Λακάν το 1974 (Σεμινάριο 11, μάθημα της 11ης Ιουνίου 1974), παρά τις ενοχλήσεις που μας προκαλεί αυτό. Λέει ότι το ασυνείδητο είναι μια ενοχλητική γνώση. Ο αναλυτής πρέπει να αγαπήσει το ασυνείδητο και να επιδιώξει να εμπνεύσει την αγάπη για το ασυνείδητο στους αναλυόμενούς του.

          Πολλοί αναλυτές που επιβλέπω φαίνονται μπερδεμένοι με αυτό, καθώς η εκπαίδευσή τους δε δίνει έμφαση στην προσέγγιση του ασυνείδητου, αλλά στο να επιλύσουν τα πάντα με τον ασθενή στο «εδώ και τώρα». Αναπόφευκτα, μπλέκονται σε αρκετά μπερδεμένες ερωτικές μεταβιβάσεις και αντι-μεταβιβάσεις με τους ασθενείς τους. Αντί να εμπνεύσουν έρωτα για το ασυνείδητο στους ασθενείς τους, φαίνεται να εμπνέουν έναν έρωτα για τους ίδιους στους ασθενείς τους και καταλήγουν να εμπλέκονται υπερβολικά στις ζωές, στις αποφάσεις, στους αγώνες και τις καριέρες των ασθενών τους, αντί να επικεντρώνονται στα ασυνείδητά τους. Αυτό συχνά οδηγεί σε εκρηκτικές καταστάσεις και στην εγκατάλειψη της θεραπείας.

          Ο Λακάν σίγουρα δεν ισχυρίζεται ότι οι αναλυτές δεν πρέπει να έχουν συναισθήματα για τους ασθενείς τους· φτάνει μάλιστα στο σημείο να πει ότι αν οι αναλυτές δεν έλκονται ή δεν θυμώνουν ποτέ με τους ασθενείς τους, αυτό δεν είναι πολύ ελπιδοφόρο. Οι αναλυτές που δεν έχουν νιώσει ποτέ τον παραμικρό πειρασμό να κάνουν σεξ με τους ασθενείς τους ή να τους βλάψουν σωματικά, λέει ο Λακάν στο Σεμινάριο 8, ίσως να μην ασχολούνται αρκετά. Όπως το θέτει ο ίδιος,

 

τολμώ να πω ότι δεν θα περίμενα πολλά από κάποιον που δεν ένιωσε ποτέ την επιθυμία να αφοσιωθεί στον ασθενή του: να τον πάρει στην αγκαλιά του ή να τον πετάξει από το παράθυρο.

 

Όμως, τέτοια συναισθήματα των αναλυτών απέναντι στους ασθενείς τους θα πρέπει να παρακάμπτονται από την επιθυμία τους να προχωρήσει η αναλυτική εργασία.

 

Ο αναλυτής λέει «Διακατέχομαι από μια πιο έντονη επιθυμία.» Στηρίζεται σε αυτά τα λόγια ως αναλυτής, στον βαθμό που έχει συντελεστεί μια αλλαγή στην οικονομία της επιθυμίας του.

 

Με άλλα λόγια, τα συναισθήματα που έχουν οι αναλυτές για τους ασθενείς τους—είτε παίρνουν προσωρινά τη μορφή αγάπης είτε μίσους, που όπως γνωρίζουμε είναι απλώς οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος—πρέπει απλώς να σιγοκαίνε και όχι να επικρατήσουν, πρέπει να μην ξεσπάσουν σε φλόγες, να μην οδηγήσουν σε κάποια έκρηξη. Ο έρωτας για το ασυνείδητο πρέπει να έχει προτεραιότητα έναντι της αγάπης ή του μίσους για το αναλυόμενο άτομο.

          Ελπίζουμε να εμπνεύσουμε τους ασθενείς μας να κάνουν κάτι παρόμοιο. Αν και μπορεί να αισθάνονται, ειδικά στην αρχή, περιέργεια για εμάς ως αναλυτές τους (περιέργεια για το ποιοι και τι πιστεύουν ότι είμαστε, κάτι που μπορεί να εξελιχθεί σε έρωτα και να βάλει εύκολα τέλος σε οποιαδήποτε πραγματική αναλυτική δουλειά κατά τη διάρκεια των συνεδριών), προσπαθούμε να μετατρέψουμε τον έρωτα για αυτό που νομίζουν ότι είμαστε σε έρωτα για αυτό που αντιπροσωπεύουμε, δηλαδή για το δικό τους ασυνείδητο. Όπως το θέτει ο Λακάν στο μεταγενέστερο έργο του, το υποκείμενο που υποτίθεται ότι γνωρίζει είναι το ασυνείδητο—δηλαδή, το ασυνείδητο του ασθενή. Μέσα από τη δική μας εστίαση στο ασυνείδητο κατά τη διάρκεια των συνεδριών, προσπαθούμε να τους προκαλέσουμε τον έρωτα όχι για εμάς ως άτομα που ζουν και αναπνέουν με τις δικές τους ιδιαιτερότητες και αδυναμίες, αλλά για το δικό τους ασυνείδητο. Εστιάζουμε στην άγνωστη γνώση που ενυπάρχει μέσα τους, την οποία προβάλλουν σε μας σαν να τη γνωρίζαμε εκ των προτέρων, ενώ το μόνο που γνωρίζουμε είναι ο τρόπος με τον οποίο μπορούμε να προσπαθήσουμε να τη φέρουμε στην επιφάνεια. Στον βαθμό που ερωτεύονται το υποκείμενο που υποτίθεται ότι γνωρίζει, καταλήγουν να ερωτεύονται το δικό τους ασυνείδητο.

          Πώς είναι να ερωτεύεσαι κάποιον—έναν αναλυτή—που είναι ερωτευμένος με το ασυνείδητο, παρά τα προβλήματα που αυτό συνεπάγεται; Τον ερωτευόμαστε γι’ αυτό ή μήπως αισθανόμαστε απογοήτευση επειδή είναι ερωτευμένος με κάτι διαφορετικό από αυτό που θεωρούμε ότι είναι ο εαυτός μας; Ο έρωτας στο αναλυτικό πλαίσιο περιορίζεται από το γεγονός ότι οι αναλυτές αγαπούν κάτι πέρα από εμάς (και όχι μόνο τους συζύγους τους, τα παιδιά τους, τα κατοικίδιά τους ή άλλους ασθενείς· Αλούς, 2009, σ. 405). Ο έρωτας, στο αναλυτικό πλαίσιο, είναι έρωτας για δύο πολύ διαφορετικά πράγματα: τον αναλυτή και το ασυνείδητο, ή (στην περίπτωση του αναλυτή) τον αναλυόμενο και το ασυνείδητο. Ο έρωτας για το ασυνείδητο κρατά τον έρωτα για το άλλο μέρος της αναλυτικής περιπέτειας σε μέτρια και όχι υπερβολικά επίπεδα.

 

Να αποκτάς κάτι, δίχως να το αποκτάς πραγματικά

 

Αυτό συνδέεται με ένα άλλο στοιχείο του ύστερου έργου του Λακάν για τον έρωτα, το οποίο είναι ότι στην ανάλυση κανείς κατακτά τον έρωτα χωρίς να τον κατακτά πραγματικά. Εάν κάποιος τον κατακτήσει πραγματικά, με άλλα λόγια αν με κάποιον τρόπο κατορθώσει στ’ αλήθεια να σαγηνεύσει τον αναλυτή και να λάβει τον έρωτά του, σωματικά ή με άλλον τρόπο, η ανάλυση έχει αποτύχει.

          Πάρα πολλοί άνθρωποι έρχονται στην ανάλυση αισθανόμενοι ότι δεν έχουν λάβει επαρκή αναγνώριση ή αγάπη από την οικογένεια, τους φίλους, τους δασκάλους ή τα αφεντικά τους, κι ελπίζουν να κατακτήσουν αυτήν την αναγνώριση ή την αγάπη από τον αναλυτή τους. Αν και οι αναλυτές προσέχουμε πολύ τι μας λένε και αναγνωρίζουμε τους αναλυόμενους ως άτομα που αξίζει να ακουστούν, συνιστάται να μην τους εκπέμπουμε σήματα αγάπης που υπερβαίνουν το ίδιο το αναλυτικό έργο. Συχνά αισθάνονται ότι δεν έχουν λάβει την άνευ όρων γονική αγάπη που προσδοκούσαν, αποδείξεις της οποίας συχνά επιζητούν σε οτιδήποτε μικρό φαίνεται να ξεφεύγει λίγο από τα συνηθισμένα, να ξεπερνά έστω κι ελάχιστα το πλαίσιο που φαίνεται να έχουμε θέσει για την αναλυτική εργασία, ελπίζοντας να βρουν σ' αυτό μια απόδειξη ότι τους αγαπάμε περισσότερο απ' ό,τι είμαστε διατεθειμένοι να ομολογήσουμε. Για μερικά άτομα, αυτό φτάνει μέχρι το σημείο να φαντασιώνονται ότι τα επιθυμούμε σεξουαλικά και τα προσεγγίζουμε, περισσότερο ή λιγότερο διακριτικά, επειδή στη ζωή τους έτσι τους έδειχναν εύνοια τα άτομα που βρίσκονταν γύρω τους.

          Αν και δεν τους παρέχουμε τον τύπο ή την ποσότητα αγάπης που αναζητούν, στην καλύτερη περίπτωση τους προκαλούμε αγάπη για το ασυνείδητο. Δε λαμβάνουν την αγάπη που νομίζουν ότι θέλουν από εμάς. Αν τη λάμβαναν, πιθανότατα θα τα φόβιζε, θα ήταν κατακλυσμιαία και σχεδόν σίγουρα θα έβαζε τέλος στην ανάλυση. Αντ’ αυτού, τα προκαλούμε ν’ αγαπήσουν κάτι άλλο, το ασυνείδητο. Επιθυμούμε να τα κάνουμε να μπορέσουν ν’ αγαπήσουν κάποιον εκτός του αναλυτικού πλαισίου, δηλαδή κάποιον εκτός από εμάς (όπως λέει ο Σωκράτης στον Αλκιβιάδη: αγάπα τον Αγαθώνα, όχι εμένα!), αλλά ταυτόχρονα επιδιώκουμε να τους εμπνεύσουμε την αγάπη για το ασυνείδητο.

          Μ’ αυτόν τον τρόπο, αποκτούν κάτι το οποίο συγχρόνως δεν αποκτούν ακριβώς· παίρνουν κάτι, χωρίς να το παίρνουν στην πραγματικότητα. Θέλουν ν’ αγαπηθούν, αλλά καταλήγουν ν’ αγαπούν. Πρόκειται για ένα παιχνίδι με δόλωμα;

          Το ίδιο ισχύει και αναφορικά με τη γνώση. Οι ασθενείς μερικές φορές ισχυρίζονται στην αρχή των αναλύσεών τους ότι θέλουν να κατανοήσουν γιατί συνέβησαν κάποια πράγματα στη ζωή τους και γιατί κάνουν ορισμένα πράγματα που δεν μπορούν να κατανοήσουν — για παράδειγμα, γιατί επαναλαμβάνουν τα ίδια μοτίβα ξανά και ξανά. Κατά τη διάρκεια των αναλύσεών τους, τους βοηθάμε ν’ αναπτύξουν διάφορους συνειρμούς και εικασίες ως απάντηση στα ερωτήματά τους, αλλά σπάνια, αν όχι ποτέ, δεν καταφέρνουμε να τους φέρουμε στο σημείο να αισθανθούν ότι έχουν κάποια απόλυτη γνώση ως προς το γιατί έκαναν ό,τι έκαναν και γιατί έγιναν ό,τι έγιναν. Η αναζήτησή μιας γνώσης που συνοδεύεται από απόλυτη βεβαιότητα ανατρέπεται ή ματαιώνεται, και παρ' όλα αυτά, στην καλύτερη περίπτωση, φεύγουν με γνώση που τους μοιάζει επαρκής, γνώση που είναι επαρκής για τους σκοπούς τους, καθώς συνειδητοποιούν ότι ο άλλος τύπος γνώσης είναι είτε απλώς μια ουτοπία είτε δεν τους ενδιαφέρει πια. Φεύγουν με ένα είδος εγνωσμένης άγνοιας (βλ. Άγνοια με βάση τη γνώση).

          Στην περίπτωση της ασθενούς του, Ελφρίντε Χιρσφέλντ, (αλλά πιθανώς και σε άλλες περιπτώσεις) ο Φρόιντ ήθελε να της αποκαλύψει αυτό που εκείνος θεωρούσε ότι ήταν η υπέρτατη ή τελική αλήθεια, η απόλυτη αλήθεια για την ασθένειά της, ο πιο μύχιος λόγος ύπαρξής της, αλλά εκείνη διέκοψε την ανάλυσή της. Ο Λακάν το ονομάζει αυτό «ανοησία της αλήθειας». Ένα κομμάτι γνώσης δεν μπορεί να αντικαταστήσει την αλήθεια, δεν μπορεί να έχει αξιώσεις απόλυτης αλήθειας — υπάρχουν μόνο μερικές αλήθειες και ψήγματα γνώσης. Ο Λακάν είχε πλήρη συνείδηση ότι η προσέγγιση του Φρόιντ στην ερμηνεία ήταν συχνά εσφαλμένη, καθώς αποσκοπούσε, ιδιαίτερα στα πρώιμα στάδια του έργου του, απλώς στο να μεταδώσει στους ασθενείς ένα κομμάτι ή μέρος της υποτιθέμενης γνώσης ή αλήθειας, χωρίς να αφιερώνει χρόνο για να τους βοηθήσει να το διατυπώσουν οι ίδιοι. Αυτό που διατυπώνουν οι ίδιοι οι αναλυόμενοι παραμένει ανοιχτό σε αμφισβήτηση και τροποποιήσεις. Δεν γίνεται ποτέ απόλυτο, όμως με λίγη τύχη καταλήγουν να μην τους ενδιαφέρει αν είναι απόλυτο ή όχι.

          Υπό αυτή την έννοια, οι ασθενείς αποκτούν γνώση κατά τη διάρκεια των αναλύσεών τους, χωρίς να την αποκτούν πραγματικά. Παίρνουν αυτό που αναζητούσαν, χωρίς να πάρουν ακριβώς αυτό που έψαχναν. Πρόκειται για ένα μέρος αυτού που ο Λακάν αποκαλεί «αναλυτική απάτη» ή κομπίνα. Όπως βλέπουμε στην περίπτωση της Ιλφριέντι Χίρσφελντ, αν πάρεις στ’ αλήθεια αυτό που ζητούσες (ή αισθάνεσαι ότι πρόκειται να το πάρεις), τότε θα φύγεις τρέχοντας. Ο Λακάν λέει επανειλημμένα ότι η στάση μας ως ανθρώπινα όντα είναι ουσιαστικά: «Μη μου δώσεις αυτό που ζητάω, γιατί αυτό δεν είναι αυτό που θέλω πραγματικά!» (Ο Φρόιντ προσπάθησε να δώσει στη Χίρσφελντ αυτό που πίστευε ότι είχε, ένα S2, δηλαδή γνώση, αντί για εκείνο που δεν είχε.) Αυτό δεν πρέπει να εκληφθεί ως ένδειξη ότι ο Λακάν πιστεύει πως δεν πρέπει να ερμηνεύουμε. Λέει:

 

«Στον βαθμό που μια εύστοχη ερμηνεία βάζει τέλος σε ένα σύμπτωμα (ή το επιλύει), η αλήθεια αποδεικνύεται ποιητική.»

 

Επομένως, ο Λακάν εξακολουθεί να υπογραμμίζει τη σημασία της ερμηνείας, καθώς και τη δυνατότητα αντιμετώπισης του συμπτώματος, μέχρι και το τέλος της διδασκαλίας του. Αλλά τέτοιες «εύστοχες» ερμηνείες συνήθως δεν αποσκοπούν στο να προσφέρουν ένα S2 ως τέτοιο, δηλαδή ένα ακριβές κομμάτι γνώσης. Αντίθετα, ο στόχος είναι να δημιουργηθούν κυματισμοί, να επιτευχθεί αντίκτυπος.

 

Έρωτας σημαίνει να παίρνεις αυτό που δεν έχει δοθεί

 

Εδώ αρχίζουμε να διαβλέπουμε μια ενδεχόμενη σύνδεση με την προγενέστερη διατύπωση του Λακάν για τον έρωτα ως το να «δίνεις αυτό που δεν έχεις». Εάν έρωτας είναι να δίνεις αυτό που δεν έχεις, ο ερώμενος λαμβάνει κάτι που δεν έχει ακριβώς δοθεί, είτε πρόκειται για γνώση είτε για «δείγματα» έρωτα. Ο αναλυτής δεν δίνει γνώση, αλλά παρόλα αυτά ο αναλυόμενος αποχωρεί από την ανάλυση γνωρίζοντας κάτι πολύ σημαντικό. Ο αναλυτής δεν προσφέρει άμεσα αγάπη ή αναγνώριση, παρόλα αυτά ο αναλυόμενος μπορεί να αποχωρήσει αγαπώντας το ασυνείδητό του και αισθανόμενος πραγματικά ξεχωριστός.

 

Ο παράφορος έρωτας

 

Le “faire deux” des amants est ce qui les met “hors d’eux.” 

Αν οι εραστές δεν καταφέρουν να γίνουν ένα, και παραμείνουν δύο αντί για ένα, εξοργίζονται!

—Λακάν, Σεμινάριο 21, διάλεξη που δόθηκε στις 18 Δεκεμβρίου 1973

 

Αυτή η ψυχαναλυτική προσέγγιση του έρωτα προσφέρει μια αρκετά διαφορετική εικόνα από εκείνη που ο Λακάν θεωρεί ότι επικρατούσε επί χιλιετίες: ο παράφορος έρωτας, η τρελή ή παθιασμένη αγάπη, ένα είδος έρωτα που γιορτάζεται τουλάχιστον από την Αρχαία Ελλάδα. Αυτό το είδος έρωτα εντοπίζεται στον μύθο του Αριστοφάνη για τα όντα που, αφού χωρίστηκαν στα δύο από τον Δία, βρίσκουν το άλλο τους μισό και συγχωνεύονται, λιώνουν το ένα μέσα στο άλλο, ενώνονται. Αυτό που επιδιώκει αυτός ο τρελός ή παθιασμένος έρωτας, σύμφωνα με τον Λακάν, είναι να κάνει τα δύο ένα. Ξεκινώντας από τη βάση δύο διακριτά ξεχωριστών ατόμων, επιδιώκει να φτιάξει ένα ον που δεν του λείπει τίποτα, που είναι ολοκληρωμένο, ακέραιο. Αυτή η έννοια συνδέεται με τον κατά Φρόιντ ναρκισσιστικό έρωτα, στον οποίο κάποιος αγαπά τον άλλον ως κομμάτι του εαυτού του ή αγαπά τον εαυτό του στον άλλον. Ο τρελός ή παράφορος έρωτας επιδιώκει να δημιουργήσει ένα αίσθημα συγχώνευσης των εραστών, και γενικά αποτυγχάνει να το πετύχει αυτό για περισσότερο από μικρά χρονικά διαστήματα.

          Όταν καταφέρνει να δημιουργήσει ένα αίσθημα συγχώνευσης με μεγαλύτερη διάρκεια, συνήθως έχουμε να κάνουμε με περίπτωση ψύχωσης. Θυμηθείτε ότι στην ψύχωση βρίσκουμε μια συγκεκριμένη διάταξη περί πίστης. Ενώ οι νευρωτικοί τείνουν να πιστεύουν όσα λένε οι άλλοι μόνο εντός συγκεκριμένων ορίων, και μάλιστα τείνουν να πιστεύουν ακόμα και όσα λένε οι ίδιοι μόνο εντός ορισμένων ορίων (η αμφιβολία και η αυτο-αμφιβολία συνιστούν βασικά γνωρίσματα της νεύρωσης), οι ψυχωτικοί τείνουν να πιστεύουν ορισμένα πράγματα με απόλυτο και πλήρη τρόπο, πιστεύοντας ορισμένα άτομα με όλη τους την καρδιά και πιστεύοντας ό,τι λένε και οι ίδιοι με εξίσου απόλυτο τρόπο.

          Εδώ, ο Λακάν εντοπίζει έναν παραλληλισμό με το φαινόμενο του «παράφορου έρωτα», ακόμα και σε άτομα που δεν είναι ψυχωτικά. Αναφέρεται σε άνδρες και γυναίκες που ερωτεύονται μια γυναίκα η οποία γίνεται γι’ αυτούς/-ές ταυτόχρονα μια μορφή θεότητας και σύμπτωμα, προσδιορίζοντας αυτό το φαινόμενο με την παράδοξη γαλλική συντομογραφία FOS [γυναίκα ως νεράιδα (μυθικό πνεύμα του νερού, νύμφη ή θεά) και σύμπτωμα παράλληλα]. Προβαίνει σε μια διάκριση ανάμεσα στο να πιστεύει κανείς σε αυτήν, να πιστεύει δηλαδή κανείς ότι υπάρχει μια τέτοια θεά — και στο να πιστεύει οτιδήποτε λέει εκείνη. Στον τρελό έρωτα, οι άνθρωποι αρχίζουν να πιστεύουν οτιδήποτε λέει μια τέτοια γυναίκα.

          Εδώ, ο τρελός έρωτας και ο έρωτας του αναλυτή παίρνουν ξεχωριστούς δρόμους: ο αναλυτής πιστεύει τον αναλυόμενο, πιστεύει ότι προσπαθεί να του πει κάτι με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο, αλλά διατηρεί πάντοτε μια απόσταση από την ίδια την αφήγηση, έχοντας πάντα κατά νου ότι πιθανόν να υπάρχει κάτι περισσότερο απ’ ό,τι λέγεται — και ότι η αφήγηση ενδέχεται στην πραγματικότητα να είναι απολύτως ψευδής. Αν ο αναλυόμενος ισχυρίζεται ότι ακούει φωνές, ο αναλυτής πιστεύει ότι ο ασθενής ακούει φωνές, αλλά δεν πιστεύει όσα λένε οι φωνές.

          Στο πλαίσιο του έρωτα για τον αναλυόμενο, ο αναλυτής δεν φτάνει μέχρι το σημείο που φτάνει κανείς στον τρελό έρωτα: δεν φτάνει ποτέ μέχρι το σημείο να πιστέψει όλα όσα λέει ο αναλυόμενος, ή ακόμη και οτιδήποτε από αυτά, διατηρεί πάντοτε ένα ίχνος σκεπτικισμού ή δυσπιστίας. Ο έρωτας στο αναλυτικό πλαίσιο δεν είναι έρωτας της τρελής συγχώνευσης, αλλά κάτι διαφορετικό (Σεμινάριο 22, μάθημα 21ης Ιανουαρίου 1975, και Αλούς, 2009, σ. 360–64).

          Ούτε ο αναλυόμενος πιστεύει ό,τι λέει ο αναλυτής, τουλάχιστον στις περισσότερες περιπτώσεις. Και ο αναλυτής σίγουρα δεν του ζητάει να κάνει κάτι τέτοιο! Αν ο αναλυτής ισχυριστεί ότι γνωρίζει τα πάντα, τότε δεν αφήνει χώρο για το υποκείμενο που υποτίθεται ότι γνωρίζει, το οποίο συντηρείται με τη μη παροχή γνώσης, με το να μην ερμηνεύονται τα πάντα (Αλούς, 2009, σ. 362–63).

          Αν και κανείς θα πίστευε ότι ο Λακάν άσκησε επαρκή κριτική στην ιδέα του τρελού έρωτα (μια φαντασιακή μορφή έρωτα που βασίζεται στον ναρκισσισμό) από τα μέσα έως τα τέλη της δεκαετίας του 1950, με την θεωρία του περί μιας πιο συμβολικής μορφής έρωτα ως το να δίνεις αυτό που δεν έχεις — δηλαδή να δίνεις κάτι που σχετίζεται με την έλλειψη και τον συμβολικό ευνουχισμό — τη δεκαετία του 1970 επανέρχεται ξανά και ξανά σε αυτήν τη συγχωνευτική μορφή έρωτα, στην ιδέα ότι τα δύο γίνονται ένα. Οι εν λόγω προβληματισμοί για το «ένα της συγχώνευσης» διαφαίνονται τη δεκαετία του 1970 στη συχνά επαναλαμβανόμενη φράση του «υπάρχει (κάτι σαν) το Ένα» — όπου το «Ένα» συνήθως γράφεται με κεφαλαίο. Αυτό συνήθως γίνεται κατανοητό στο επίπεδο των σημαινόντων, καθώς υπάρχει το σημαίνον 1 ή S1, αλλά ο Λακάν προστάζει τον αναλυτή να μην θεωρεί τον εαυτό του ως κάποιον συγκεκριμένο, ως ένα ξεχωριστό άτομο στις αναλύσεις που διεξάγει, αλλά ως ένα άτομο που επιτελεί έναν γενικό ρόλο (χωρίς αυτός να προσδιορίζεται), τον ρόλο του αντικειμένου α.

          Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι στα Γαλλικά η παραπάνω φράση [être quelqu’un] σημαίνει να είσαι «κάποιος σπουδαίος», «μια σημαντική προσωπικότητα», «μεγάλο κεφάλι» — αυτό ακριβώς που δεν πρέπει να πιστεύει για τον εαυτό του ο αναλυτής, τουλάχιστον όσο ασκεί την ψυχανάλυση. Το να σκέφτεται κανείς τον εαυτό του ως ένα πολύ σπουδαίο πρόσωπο παρεμποδίζει τη δυνατότητα να καταστεί υπόλειμμα που απορρίπτεται ή παραμερίζεται από τον αναλυόμενο κατά τη διάρκεια της ανάλυσης — δηλαδή να υποστεί υποκειμενική καθαίρεση. Όσο πιο πολύ ένας αναλυτής βάζει μπροστά τον εαυτό του, τόσο λιγότερο μπορεί να λειτουργήσει ως φορέας του ασυνείδητου των αναλυόμενων.




 

Έρωτας και ανυπαρξία διάφυλης σχέσης

 

Η ψυχανάλυση... είναι ένας δεσμός ανάμεσα σε δύο ανθρώπους. Γι' αυτό και βρίσκεται στη θέση της απούσας διάφυλης σχέσης.—Λακάν, 1975d, σ. 187

 

Ανέφερα νωρίτερα ότι η εκρηκτική φράση του Λακάν, η οποία διατυπώθηκε για πρώτη φορά στις 12 Μαρτίου 1969, προς το τέλος του Σεμιναρίου 16, ότι «δεν υπάρχει διάφυλη σχέση», δηλαδή ότι δεν υπάρχει καμία λογικά προσδιορίσιμη σχέση μεταξύ των φύλων, είχε μεγάλο αντίκτυπο στη θεωρία του, και όχι μόνο στο κοινό του. Αυτό παρουσιάζεται ως διαρκές αντικείμενο των παραπόνων που εκφράζουν οι ασθενείς του στον ψυχαναλυτικό καναπέ: Ανεξάρτητα από το πόσο προσπαθούν, τα άτομα δεν μπορούν να δημιουργήσουν πραγματικά κανένα είδος ουσιαστικής σύνδεσης ή σχέσης με τον σύντροφό τους του άλλου φύλου, εφόσον αυτός ο σύντροφος είναι του άλλου φύλου. Μπορούν να κάνουν σεξ· μπορούν να είναι φίλοι· μπορούν να συμπεριφέρονται μεταξύ τους σαν αδέλφια· και μπορούν να αλληλοεπιδρούν σαν γονιός και παιδί· αλλά δεν μπορούν να δημιουργήσουν μια μεταξύ τους σχέση που θα βασίζεται στη διαφορά των φύλων ή την εμφυλοποίηση. Με άλλα λόγια, υπάρχει αυτό που μπορεί να ονομαστεί φιλική σχέση, σχέση μεταξύ αδελφών, μεταξύ γονιών και παιδιών, αλλά δεν υπάρχει σχέση μεταξύ των φύλων, εφόσον αυτά είναι το αρσενικό και το θηλυκό.

Τι σημαίνει αυτό για τον έρωτα; Υπάρχει αυτό που οι Έλληνες ονόμαζαν φιλία, η αγάπη μεταξύ φίλων, την οποία ο Αριστοτέλης ορίζει ως το να εύχεσαι το καλό του άλλου και να θέλεις το καλύτερο για εκείνον. Υπάρχει η αδελφική αγάπη, η γονική αγάπη- και μπορεί να υπάρχει ακόμη και η αγάπη για τον πλησίον, η χριστιανική αγάπη- αλλά τι συμβαίνει με την αγάπη μεταξύ συντρόφων; Προφανώς υπάρχει κάποιο είδος αγάπης μεταξύ των συντρόφων, αλλά έχει κάποια σχέση με το φύλο τους;

Ορισμένες τάσεις του σύγχρονου πολιτισμού προσπαθούν να αποφανθούν ότι η αγάπη και το σεξ πρέπει να συμβαδίζουν, ότι το πρόσωπο με το οποίο λαμβάνουμε σεξουαλική απόλαυση πρέπει να είναι και το πρόσωπο που αγαπάμε. Έχουμε μάλιστα την τάση να πιστεύουμε (ίσως λιγότερο σήμερα) ότι δεν μπορούμε να βιώσουμε την σεξουαλική απόλαυση με κάποιο άτομο, εκτός αν το αγαπάμε. Ο Λακάν διαφωνεί με αυτό, λέγοντας στην πρώτη διάλεξη του Σεμιναρίου 20, ότι «η απόλαυση του σώματος του άλλου προσώπου, που συμβολίζει τον Άλλο για εμάς, δε συνιστά ένδειξη αγάπης» (σ. 4). Η σεξουαλική απόλαυση του σώματος ενός άλλου προσώπου δεν είναι σημάδι—πόσο μάλλον το σημάδι της αγάπης μας για αυτό το πρόσωπο. Αυτή η απόλαυση μπορεί να υπάρχει χωρίς αγάπη, και η αγάπη μπορεί να υπάρχει χωρίς αυτήν την απόλαυση.

Ο Λακάν δοκιμάζει διάφορους τρόπους διατύπωσης της σύνδεσης μεταξύ της αγάπης και της ανυπαρξίας της διάφυλης σχέσης, αρκετούς από αυτούς στο Σεμινάριο 20.

Στις 16 Ιανουαρίου του 1973 προτείνει ότι η αγάπη είναι το σημαινόμενο του σημαίνοντος «διάφυλη σχέση». Στην ίδια διάλεξη, προτείνει ότι η αγάπη αναπληρώνει τη διάφυλη σχέση ή μας αποζημιώνει για την απουσία της. Η αδυναμία μας να δημιουργήσουμε οποιαδήποτε τέτοια σχέση μας φθείρει, και η αγάπη μας παρέχει ένα είδος συμπληρώματος ή αποζημίωσης.

Στις 26 Ιουνίου 1973, στο τέλος του Σεμιναρίου 20, προτείνει ότι η αγάπη εμφανίζεται επειδή ερχόμαστε αντιμέτωποι με την απουσία διάφυλης σχέσης. Θεωρείται ότι αναστέλλει τη διάφυλη σχέση και ότι επιτρέπει την αναγνώριση του συντρόφου σε μια σχέση υποκειμένου προς υποκείμενο. Εδώ, η σύνδεση αρσενικού-θηλυκού παραμερίζεται ή παραγράφεται υπέρ μιας σχέσης μεταξύ δύο όντων, η οποία δεν έχει καμία σχέση με τα φύλα τους. Η διαφορά των φύλων καθίσταται επουσιώδης, όταν η αγάπη μπαίνει στο προσκήνιο. Η απουσία διάφυλης σχέσης αγνοείται από τους συντρόφους που βρίσκονται σε μια τέτοια σχέση υποκειμένου προς υποκείμενο, είτε είναι ετεροφυλόφιλοι, ομοφυλόφιλοι, αμφιφυλόφιλοι ή οτιδήποτε άλλο. Η σχέση υποκειμένου προς υποκείμενο φαίνεται να υπερβαίνει τον έρωτα ως l’(a)mur (τοίχο), όπως έγραφε ο Λακάν για αρκετό καιρό σχετικά με τον έρωτα, θεωρώντας ότι μεταξύ των εραστών υπάρχει κάποιο είδος τοίχους, ένα τοίχος που σχετίζεται κατά κάποιον τρόπο με το αντικείμενο α. Αντί να συνιστά τοίχος, η σχέση υποκειμένου προς υποκείμενο φαίνεται να αποτελεί κάτι που συνδέει μεταξύ τους τους εραστές, αλλά όχι ως εμφυλοποιημένα όντα.

Ο Λακάν αναφέρεται σε αυτό ως ένα νέο είδος έρωτα, το οποίο περιλαμβάνει την αναγνώριση του τρόπου με τον οποίο ο σύντροφος επηρεάζεται από το ασυνείδητό του, ένα είδος έρωτα που λαμβάνει υπόψη το ασυνείδητο του συντρόφου αντί να προσπαθεί να το αγνοήσει, όπως κάνουν συνήθως οι άνθρωποι. Υπόσχεται μια σχέση μεταξύ δύο ασυνείδητων γνώσεων: Μια σχέση ανάμεσα στη γνώση που τοποθετείται στο ασυνείδητό μου και τη γνώση που τοποθετείται στο υποσυνείδητο του συντρόφου μου, σαν να αναγνωρίζουμε κατά κάποιον τρόπο το ασυνείδητο του άλλου μέσω ενός συγκεκριμένου συνόλου σημείων που σχετίζονται με συμπτώματα — συμπτώματα της «εξορίας από τη διάφυλη σχέση» του συντρόφου μας, το οποίο ισχύει και για εμάς. Αγάπη σημαίνει προθυμία ν’ αναγνωρίσεις αυτά τα σημάδια. (Υπάρχουν πολλές οικογένειες που φαίνεται να παραβλέπουν ή να αγνοούν εσκεμμένα προφανή συμπτώματα που εκδηλώνονται σε ορισμένα μέλη της οικογένειας — το οποίο δεν είναι και πολύ στοργική στάση)

Εδώ διαφαίνεται για πρώτη φορά κάτι μάλλον αισιόδοξο όσον αφορά τον έρωτα (ακόμη και αν ο Αλούς θεωρεί ότι πρόκειται για οφθαλμαπάτη). Ο Λακάν φτάνει στο σημείο να υπαινιχθεί, ίσως, ότι οι ασθενείς του διακρίνουν σημάδια του δικού του ασυνειδήτου, το οποίο αντιλαμβάνονται ως διαφορετικό από το δικό τους, μεταξύ άλλων στη φράση του: «δεν θέλω να γνωρίζω τίποτα για αυτό [που λέει ο αναλυόμενος]». Θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ότι o έρωτας μεταβίβασης βασίζεται σε σημεία που αντιλαμβάνονται («πιάνουν») οι αναλυόμενοι από το ασυνείδητο του αναλυτή τους, και πράγματι ορισμένοι αναλυόμενοι προσκολλώνται σε κάθε ελάχιστο γλωσσικό ολίσθημα ή παραδρομή θεωρούν ότι κάνει ο αναλυτής τους ή στην παραμικρή αδεξιότητα που παρατηρούν από πλευράς του, σε μια προσπάθεια να μαντέψουν τι ενδέχεται να σηματοδοτεί (συνήθως σε σχέση με τους ίδιους).

Ο Λακάν δεν επιστρέφει σχεδόν ποτέ στην ιδέα μιας σχέσης υποκειμένου προς υποκείμενο, με εξαίρεση λίγους μήνες αργότερα, όταν λέει:

 

Είναι απολύτως πιθανό να έχετε κάποιες ασυνείδητες σχέσεις με ένα άτομο που αγαπάτε. Όμως δεν έχετε τέτοιες σχέσεις με το άλλο πρόσωπο λόγω της αγάπης, διότι εφόσον αγαπάτε αυτό το πρόσωπο, το χάνετε, δεν το φτάνετε ποτέ.

 

Με άλλα λόγια, όταν ο Λακάν επιστρέφει στην ιδέα της σχέσης υποκειμένου προς υποκείμενο, την αποσυνδέει από τον έρωτα, αν θέλουμε να ακριβολογούμε. Ίσως αυτό που εννοεί είναι ότι δεν έχει απολύτως καμία σχέση με τη λίμπιντο, η οποία δε βρίσκει ποτέ στον στόχο της. Σύμφωνα με τον τρόπο σκέψης του Λακάν, η αγάπη (ως έρως ή λίμπιντο) σχετίζεται με την απουσία, την αποτυχία, την αναστάτωση, και παρουσιάζεται ως εμπόδιο για την πρόσβαση στο ασυνείδητο του συντρόφου. Για τον Λακάν, η σχέση υποκειμένου προς υποκείμενο ίσως έχει να κάνει με την αρχαιοελληνική φιλία ή τη χριστιανική αγάπη.

 

          Λίγες εβδομάδες αργότερα, προσθέτει:

 

Η αγάπη είναι δύο ημιτελώς αρθρωμένα πράγματα που δεν τέμνονται [ή επικαλύπτονται]. Αυτό τα καθιστά θανατηφόρα. Έχουμε μια ανεπανόρθωτη διαίρεση, μια σύνδεση μεταξύ δύο γνώσεων [δηλ. γνώσεων δύο διαφορετικών ανθρώπων], στον βαθμό που αυτές είναι ανεπανόρθωτα διακριτές. (Σεμινάριο 21, διάλεξη που δόθηκε στις 15 Ιανουαρίου 1974).

 

Να σημειώσουμε, κλείνοντας, ότι στο 22ο σεμινάριο που δόθηκε στις 11 Φεβρουαρίου 1975, ο Λακάν συμπεραίνει ότι η αγάπη και η διάφυλη σχέση δεν έχουν απολύτως καμία σχέση μεταξύ τους!

 


[1] Η εικόνα που σχηματίζει εδώ ο Λακάν ίσως έχει σχέση με εκείνη που παρουσιάζει ο Οβίδιος, με την οποία ο Λακάν ήταν αναμφισβήτητα εξοικειωμένος: «Τώρα, έχοντας δει τον Νάρκισσο, η Ηχώ θαμπώθηκε από την ομορφιά του, σαγηνεύτηκε, τον ακολούθησε, πηγαίνοντας από θάμνο σε θάμνο, λαχταρώντας μια ακόμα κοντινή ματιά σ’ αυτό το υπέροχο πλάσμα. Όσο πιο κοντά ερχόταν, τόσο περισσότερο ένιωθε να φλέγεται, όπως μια δάδα μπορεί να αναφλεχθεί αν έρθει πολύ κοντά σε μιαν άλλη δάδα» (Μεταμορφώσεις).



Comments


  • Facebook
  • Instagram
  • Youtube
bottom of page